αιματογόνο

αιματογόνο
το βιοχ.
ονομασία κάθε ουσίας που παράγει αίμα
ειδικότερα πρόκειται για σιδηρούχο αφομοιώσιμη ουσία, σταθερή στη συνηθισμένη θερμοκρασία, με χαρακτήρα βιταμίνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. hematogen, ελληνογενές < hemat- (< αίμα, -ατος) + -gen (< -γενής), (πρβλ. -γόνο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αιματογόνος — ο 1. αυτός που παράγει αίμα, που αναζωογονεί το αίμα, που προκαλεί αύξηση τών ερυθρών αιμοσφαιρίων 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ αἱματογόνο*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αίμα, ατος + γόνος < γίγνομαι, πρβλ. αγγλ. haematogen] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”